- Ἥρωνος
- Ἥρωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμαρικός — καμαρικός, ή, όν (Α) [καμάρα] 1. θολωτός, σκεπασμένος με καμαροειδή στέγη, καμαρωτός*. 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Καμαρικά τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος σχετικής με την κατασκευή θόλων … Dictionary of Greek
υδροσκόπιον — τὸ, ΜΑ και ὑδροσκοπεῑον Α [ὑδροσκόπος] είδος υδροστατικού οργάνου αρχ. 1. ὑδρολόγιον* 2. φρ. «Περὶ ὑδροσκοπείων» τίτλος έργου τού Ήρωνος … Dictionary of Greek
ύδριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδρία 3. φρ. «περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων» τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος, που δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ιος*] … Dictionary of Greek